- πολυσπούδαστος
- -ον, ΜΑπολύ δραστήριος ή πολύ πρόθυμος, πολυσπερχής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σπουδάζω (πρβλ. περι-σπούδαστος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυσπούδαστον — πολυσπούδαστος masc/fem acc sg πολυσπούδαστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԱՓՈՅԹ — ( ) NBH 1 418 Chronological Sequence: Unknown date ա. πολυσπούδαστος laboriosus, sedulus, πολύσκυλτος multis obnoxius molestiis Ուր իցէ փոյթ եւ ջան բազում. բազմաջան. բազմահոգ. *Զմտաւ ածեմ զմարդկան բազմափոյթ կենցաղավարութիւնս. Ոսկ. ՟ժ. կուս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)